Αναζήτησες τη λέξη "λιπαρός" στα Ελληνικά
λιπαρός λιπαρός, -ή, -ό (Επίθετο) (λι-πα-ρός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 664.mp3 (i,e) yndyrshëm, -e (Mbiemër) ((i,e) y-ndyr-shëm, (e,të) -m, -e) | 664.mp3 жирный, -ая, -ое (Прилагательное) (жир-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |