Αναζήτησες τη λέξη "λιοντάρι" στα Ελληνικά
λιοντάρι λιοντάρι (το) (Ουσιαστικό) (λιο-ντά-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 663.mp3 luan (Emër) (lu-an, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 663.mp3 лев (Существительное) (лев, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |