Αναζήτησες τη λέξη "λιμενάρχης" στα Ελληνικά
λιμενάρχης λιμενάρχης (ο) (Ουσιαστικό) (λι-με-νάρ-χης, γεν. -η, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 661.mp3 kapiten (Emër) (ka-pi-ten, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 661.mp3 начальник порта (Существительное) (на-чаль-ник пор-та) |