Αναζήτησες τη λέξη "λιμάνι" στα Ελληνικά
λιμάνι λιμάνι (το) (Ουσιαστικό) (λι-μά-νι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 660.mp3 port (Emër) (port, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) Shembuj | 660.mp3 порт (Существительное) (порт, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) Примеры |