Αναζήτησες τη λέξη "λιβάδι" στα Ελληνικά
λιβάδι λιβάδι (το) (Ουσιαστικό) (λι-βά-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 659.mp3 livadh (Emër) (li-vadh, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 659.mp3 луг (Существительное) (луг, γεν. -а, πληθ. -а, γεν. -ов) |