Αναζήτησες τη λέξη "ληστεύω" στα Ελληνικά
ληστεύω ληστεύω (Ρήμα) (ενεστ. λη-στεύ-ω, αόρ. λήστεψα, Παραδείγματα | 658.mp3 grabit (Folje) (e tashme gra-bit, e kr. thj v. grabita, | 658.mp3 грабить (Глагол) (ενεστ. гра-бить, αόρ. ограбил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |