Αναζήτησες τη λέξη "λευκός" στα Ελληνικά
λευκός λευκός, -ή, -ό (Επίθετο) (λευ-κός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 656.mp3 (i,e) bardhë (Mbiemër) ((i,e) bar-dhë, (e,të) -ë, -a) | 656.mp3 белый, -ая, -ое (Прилагательное) (бе-лый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |