Αναζήτησες τη λέξη "λερώνω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| λερώνω λερώνω (Ρήμα) (ενεστ. λε-ρώ-νω, αόρ. λέρωσα,  | 655.mp3 ndot (Folje) (e tashme ndot, e kr. thj v. ndota,  | 655.mp3 пачкать (Глагол) (ενεστ. пач-кать, αόρ. запачкал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!