Αναζήτησες τη λέξη "λεπτός" στα Ελληνικά
λεπτός λεπτός, -ή, -ό (Επίθετο) (λε-πτός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 654.mp3 (i,e) hollë (Mbiemër) ((i,e) ho-llë, (e,të) -ë, -a) | 654.mp3 тонкий, -ая, -ое (Прилагательное) (тон-кий, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ие, -ие, -ие) |