Αναζήτησες τη λέξη "λεξικό" στα Ελληνικά
λεξικό λεξικό (το) (Ουσιαστικό) (λε-ξι-κό, γεν. -ού, πληθ. -ά, γεν. -ών) Παραδείγματα | 653.mp3 fjalor (Emër) (fja-lor, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 653.mp3 словарь (Существительное) (сло-варь, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |