Αναζήτησες τη λέξη "λεμονιά" στα Ελληνικά
λεμονιά λεμονιά (η) (Ουσιαστικό) (λε-μο-νιά, γεν. -άς, πληθ. -ές, γεν. -ών) Παραδείγματα | 652.mp3 limon (Emër) (li-mon, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 652.mp3 лимонное дерево (Существительное) (ли-мон-но-е де-ре-во) |