Αναζήτησες τη λέξη "λαχείο" στα Ελληνικά
λαχείο λαχείο (το) (Ουσιαστικό) (λα-χεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) Παραδείγματα | 650.mp3 llotari (Emër) (llo-ta-ri, gj. -së, sh. -të, gj. -ive) | 650.mp3 лотерея (Существительное) (ло-те-ре-я, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |