Αναζήτησες τη λέξη "λατρεύω" στα Ελληνικά
λατρεύω λατρεύω (Ρήμα) (ενεστ. λα-τρεύ-ω, αόρ. λάτρεψα, Παραδείγματα | 647.mp3 adhuroj (Folje) (e tashme a-dhu-roj, e kr. thj v. adhurova, Shembuj | 647.mp3 обожать (Глагол) (ενεστ. бо-го-тво-рить, αόρ. обоготворил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), Примеры |