Αναζήτησες τη λέξη "λαμπάδα" στα Ελληνικά
λαμπάδα λαμπάδα (η) (Ουσιαστικό) (λα-μπά-δα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 642.mp3 llambadhë (Emër) (lla-mba-dhë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 642.mp3 свеча (Существительное) (све-ча, γεν. -и, πληθ. -и) |