Αναζήτησες τη λέξη "λακκούβα" στα Ελληνικά λακκούβα λακκούβα (η) (Ουσιαστικό)(λακ-κού-βα, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΚαθώς οδηγούσα, δεν είδα τη λακκούβα και μου έσκασε το λάστιχο. Ο δρόμος έχει πολλές λακκούβες. 640.mp3 gropë(Emër)(gro-pë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujKur drejtoja,nuk pashë gropën dhe m'u ça lastiku. Rruga ka shumë gropa. 640.mp3 яма(Существительное)(я-ма, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыКогда я вёл машину, я не увидел яму и порвал шину. На дороге много ям. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я