Αναζήτησες τη λέξη "λαγός" στα Ελληνικά
λαγός λαγός (ο) (Ουσιαστικό) (λα-γός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) Παραδείγματα | 634.mp3 lepur (Emër) (le-pur, gj. -it, sh. -jt, gj. -jve) | 634.mp3 заяц (Существительное) (за-яц, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ев) |