Αναζήτησες τη λέξη "λαγωνικό" στα Ελληνικά
λαγωνικό λαγωνικό (το) (Ουσιαστικό) (λα-γω-νι-κό, γεν. -ού, πληθ. -ά, γεν. -ών) | 635.mp3 langua (Emër) (la-ngu-a, gj. -it, sh. -të, gj. -njve) | 635.mp3 борзая (Существительное) (бор-за-я, γεν. -ой, πληθ. -ые, γεν. -ых) |