Αναζήτησες τη λέξη "λαβύρινθος" στα Ελληνικά
λαβύρινθος λαβύρινθος (ο) (Ουσιαστικό) (λα-βύ-ριν-θος, γεν. -ου, πληθ. -οι) | 633.mp3 labirint (Emër) (la-bi-rint, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 633.mp3 лабиринт (Существительное) (ла-би-ринт, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |