Αναζήτησες τη λέξη "λαβίδα" στα Ελληνικά λαβίδα λαβίδα (η) (Ουσιαστικό)(λα-βί-δα, γεν. -ας,πληθ. -ες, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΈπιασε το ψάρι με τη λαβίδα και το έβαλε στην πιατέλα. 632.mp3 pincë(Emër)(pin-cë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujKapi peshkun me pincë dhe e vuri në pjatë. 632.mp3 щипцы(Существительное)(щип-цы,γεν. -ов)ПримерыОн взял рыбу щипцами и положил её на тарелку. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я