Αναζήτησες τη λέξη "λαβή" στα Ελληνικά
λαβή λαβή (η) (Ουσιαστικό) (λα-βή, γεν. -ής, πληθ. -ές, γεν. -ών) | 631.mp3 dorezë (Emër) (do-re-zë/pre-tekst, gj. -ës/it, sh. -at/et, gj. -ave/eve) | 631.mp3 ручка (Существительное) (руч-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |