Αναζήτησες τη λέξη "λίπος" στα Ελληνικά λίπος λίπος (το) (Ουσιαστικό)(λί-πος, γεν. -ους,πληθ. -η)ΠαραδείγματαΈβγαλε το λίπος από το κρέας και το μαγείρεψε. Η φάλαινα έχει πολύ λίπος. 665.mp3 yndyrë(Emër)(y-ndy-rë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujNxori yndyrën nga mishi dhe e gatoi. Balena ka shumë yndyrë. 665.mp3 жир(Существительное)(жир, γεν. -а,πληθ. -ы, γεν. -ов)ПримерыОна убрала жир с мяса и потом приготовила его. У кита большой слой жира. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я