Αναζήτησες τη λέξη "λάχανο" στα Ελληνικά λάχανο λάχανο (το) (Ουσιαστικό)(λά-χα-νο, γεν. -ου,πληθ. -α)ΠαραδείγματαΤρώω σαλάτα με λάχανο και καρότο. 649.mp3 lakër(Emër)(la-kër, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujHa sallatë me lakër dhe karrotë. 649.mp3 капуста(Существительное)(ка-пус-та, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыЯ кушаю салат из капусты и морковки. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я