Αναζήτησες τη λέξη "λάχανο" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
λάχανο λάχανο (το) (Ουσιαστικό) (λά-χα-νο, γεν. -ου, πληθ. -α) Παραδείγματα | 649.mp3 lakër (Emër) (la-kër, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 649.mp3 капуста (Существительное) (ка-пус-та, γεν. -ы, πληθ. -ы) |