Αναζήτησες τη λέξη "λάστιχο" στα Ελληνικά
λάστιχο λάστιχο (το) (Ουσιαστικό) (λά-στι-χο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 646.mp3 gomë (Emër) (go-më/la-stik, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 646.mp3 резина (Существительное) (ре-зи-на, γεν. -ы, πληθ. -ы) |