Αναζήτησες τη λέξη "λάσπη" στα Ελληνικά λάσπη λάσπη (η) (Ουσιαστικό)(λά-σπη, γεν. -ης,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΤα παπούτσια μου γεμίζουν λάσπη από τη βροχή. Μετά από τη βροχή έχει πολλή λάσπη. Σταμάτα να μου πετάς λάσπη! 645.mp3 baltë(Emër)(bal-të, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujKëpucët e mia mbushen me baltë nga shiu. Pas shiut ka shumë baltë. Ndalo të më hedhësh baltë! 645.mp3 грязь(Существительное)(грязь, γεν. -и,πληθ. -и, γεν. -ей)ПримерыМои ботинки все в грязи из-за дождя. После дождя бывает много грязи. Перестань поливать меня грязью! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я