Αναζήτησες τη λέξη "λάδι" στα Ελληνικά λάδι λάδι (το) (Ουσιαστικό)(λά-δι, γεν. -ιού,πληθ. -ια, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΡίχνω αρκετό λάδι στη σαλάτα μου. Το αυτοκίνητο χάνει λάδια και το πήγα στο συνεργείο. Το αφεντικό μού έβγαλε το λάδι! 636.mp3 vaj(Emër)(vaj, gj. -it,sh. -at, gj. -ave)ShembujHedh pak vaj në sallatën time. Makina humbet vajëra dhe e çova në ofiçinë. Afendikoi më nxori vajin! 636.mp3 масло(Существительное)(мас-ло, γεν. -а,πληθ. -а)ПримерыЯ кладу много масла в салат. Автомобиль теряет масло, я его отвёз в мастерскую. Начальник из меня все соки выжал! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я