Αναζήτησες τη λέξη "κύπελλο" στα Ελληνικά
κύπελλο κύπελλο (το) (Ουσιαστικό) (κύ-πελ-λο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 628.mp3 kupë (Emër) (ku-pë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 628.mp3 кубок (Существительное) (ку-бок, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |