Αναζήτησες τη λέξη "κόψιμο" στα Ελληνικά
κόψιμο κόψιμο (το) (Ουσιαστικό) (κό-ψι-μο, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 599.mp3 prerje (Emër) (pre-rje, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 599.mp3 порез (Существительное) (по-рез, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |