Αναζήτησες τη λέξη "κότα" στα Ελληνικά κότα κότα (η) (Ουσιαστικό)(κό-τα, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΤρώμε φρέσκα αυγά από τις κότες της γιαγιάς μου. Στο κτήμα έχω είκοσι κότες. 579.mp3 pulë(Emër)(pu-lë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujHamë vezë të freskëta nga pulat e gjyshes sime. Në pronë kam njëzet pula. 579.mp3 курица(Существительное)(ку-ри-ца, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыМы едим свежие яйца от кур моей бабушки. У меня в имении есть двадцать кур. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я