Αναζήτησες τη λέξη "κόμπος" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| κόμπος κόμπος (ο) (Ουσιαστικό) (κό-μπος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 569.mp3 nyjë (Emër) (ny-jë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 569.mp3 узел (Существительное) (у-зел, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!