Αναζήτησες τη λέξη "κόκαλο" στα Ελληνικά κόκαλο κόκαλο (το) (Ουσιαστικό)(κό-κα-λο, γεν. -ου,πληθ. -α)ΠαραδείγματαΡίχνουμε στον σκύλο να φάει τα κόκαλα. Με πονάνε τα κόκαλα από την υγρασία. Είναι μούσκεμα ως το κόκαλο. 560.mp3 kockë(Emër)(koc-kë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujI hedhim qenit të hajë kockat. Më dhembin kockat nga lagështia. Është i lagur deri në kockë. 560.mp3 кость(Существительное)(кость, γεν. -и,πληθ. -и, γεν. -ей)ПримерыМы бросаем собаке кости. У меня ноют кости от сырости. Он продрог до костей. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я