Αναζήτησες τη λέξη "κόβω" στα Ελληνικά
κόβω κόβω (Ρήμα) (ενεστ. κό-βω, αόρ. έκοψα, | 556.mp3 pres (Folje) (e tashme pres, e kr. thj v. preva, | 556.mp3 резать (Глагол) (ενεστ. ре-зать, αόρ. порезал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "κόβω" στα Ελληνικά
κόβω κόβω (Ρήμα) (ενεστ. κό-βω, αόρ. έκοψα, | 556.mp3 pres (Folje) (e tashme pres, e kr. thj v. preva, | 556.mp3 резать (Глагол) (ενεστ. ре-зать, αόρ. порезал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |