Αναζήτησες τη λέξη "κυλώ" στα Ελληνικά
κυλώ κυλώ (Ρήμα) (ενεστ. κυ-λώ, αόρ. κύλησα, | 625.mp3 rrokullis (Folje) (e tashme rro-ku-llis/rrjedh, e kr. thj v. rrokullisa, | 625.mp3 катить (Глагол) (ενεστ. ка-тить, αόρ. катил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |