Αναζήτησες τη λέξη "κυλικείο" στα Ελληνικά
κυλικείο κυλικείο (το) (Ουσιαστικό) (κυ-λι-κεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 624.mp3 kjoskë (Emër) (kjo-skë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 624.mp3 буфет (Существительное) (бу-фет, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |