Αναζήτησες τη λέξη "κτυπώ" στα Ελληνικά

κτυπώ κτυπώ

(Ρήμα)

(ενεστ. κτυ-πώ, αόρ. κτύπησα,
παθ. αόρ. κτυπήθηκα, παθ. μτχ. κτυπημένος)

621.mp3 trokas
audio/mp3/al/other/621b.mp3 bie

(Folje/Folje)

(tro-kas/bi-e)

621.mp3 ударять
audio/mp3/ru/other/621b.mp3 звенеть

(Глагол)

(ενεστ. у-да-рять, αόρ. ударил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. ударился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. ударенный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я