Αναζήτησες τη λέξη "κτίριο" στα Ελληνικά
κτίριο κτίριο (το) (Ουσιαστικό) (κτί-ρι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 620.mp3 ndërtesë (Emër) (ndër-te-së, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 620.mp3 здание (Существительное) (зда-ни-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |