Αναζήτησες τη λέξη "κτίζω" στα Ελληνικά

κτίζω κτίζω

(Ρήμα)

(ενεστ. κτί-ζω, αόρ. έκτισα,
παθ. αόρ. κτίστηκα, παθ. μτχ. κτισμένος)

619.mp3 ndërtoj

(Folje)

(e tashme ndër-toj, e kr. thj v. ndërtova,
e kr. thj. jov. u ndërtova, pjesore ndërtuar)

619.mp3 строить

(Глагол)

(ενεστ. стро-ить, αόρ. построил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. построился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. построенный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я