Αναζήτησες τη λέξη "κτήμα" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| κτήμα κτήμα (το) (Ουσιαστικό) (κτή-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 618.mp3 pronë (Emër) (pro-në, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 618.mp3   усадьба (Существительное) (у-садь-ба, γεν. -ы, πληθ. -ы) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!