Αναζήτησες τη λέξη "κρυώνω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| κρυώνω κρυώνω (Ρήμα) (ενεστ. κρυ-ώ-νω, αόρ. κρύωσα,  | 617.mp3   mërdhij (Folje) (e tashme mër-dhij/ftoh, e kr. thj v. mërdhiva,  | 617.mp3   мёрзнуть (Глагол) (ενεστ. мёрз-нуть, αόρ. замерз (муж.), -ла (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!