Αναζήτησες τη λέξη "κρυφός" στα Ελληνικά
κρυφός κρυφός, -ή, -ό (Επίθετο) (κρυ-φός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 615.mp3 (i,e) fshehtë (Mbiemër) ((i,e) fshe-htë, (e,të) -ë, -a) | 615.mp3 тайный, -ая, -ое (Прилагательное) (тай-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |