Αναζήτησες τη λέξη "κρυφτό" στα Ελληνικά

κρυφτό κρυφτό (το)

(Ουσιαστικό)

(κρυ-φτό, γεν. -ού)

616.mp3 kukafsheht

(Emër)

(ku-ka-fsheht, gj. -it)

616.mp3 прятки

(Существительное)

(прят-ки)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я