Αναζήτησες τη λέξη "κρεμμύδι" στα Ελληνικά κρεμμύδι κρεμμύδι (το) (Ουσιαστικό)(κρεμ-μύ-δι, γεν. -ιού,πληθ. -ια, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΣτη σαλάτα δεν θέλω να υπάρχει κρεμμύδι. Ο μανάβης δεν είχε κρεμμύδια. Όταν κόβουμε το κρεμμύδι, κλαίμε. 607.mp3 qepë(Emër)(qe-pë, gj. -ës,sh. -ët, gj. -ëve)ShembujNë sallatë nuk duan të ketë qepë. Perimeshitësi nuk kishte qepë. Kur presin qepën, qajmë. 607.mp3 лук(Существительное)(лук, γεν. -а)ПримерыЯ не хочу, чтобы в салате был лук. У продавца овощей не было лука. Когда мы режем лук, мы плачем. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я