Αναζήτησες τη λέξη "κρεμάστρα" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
κρεμάστρα κρεμάστρα (η) (Ουσιαστικό) (κρε-μά-στρα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 606.mp3 varëse (Emër) (va-rë-se, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 606.mp3 вешалка (Существительное) (ве-шал-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |