Αναζήτησες τη λέξη "κρεμάστρα" στα Ελληνικά

κρεμάστρα κρεμάστρα (η)

(Ουσιαστικό)

(κρε-μά-στρα, γεν. -ας,
πληθ. -ες)

606.mp3 varëse

(Emër)

(va-rë-se, gj. -es,
sh. -et, gj. -eve)

606.mp3 вешалка

(Существительное)

(ве-шал-ка, γεν. -и,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я