Αναζήτησες τη λέξη "κρανίο" στα Ελληνικά
κρανίο κρανίο (το) (Ουσιαστικό) (κρα-νί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 601.mp3 kafkë (Emër) (kaf-kë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) Shembuj
| 601.mp3 череп (Существительное) (че-реп, γεν. -а, πληθ. -а, γεν. -ов) |