Αναζήτησες τη λέξη "κρίνω" στα Ελληνικά
κρίνω κρίνω (Ρήμα) (ενεστ. κρί-νω, αόρ. έκρινα, | 609.mp3 gjykoj (Folje) (e tashme gjy-koj, e kr. thj v. gjykova, | 609.mp3 судить (Глагол) (ενεστ. су-дить, αόρ. осудил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "κρίνω" στα Ελληνικά
κρίνω κρίνω (Ρήμα) (ενεστ. κρί-νω, αόρ. έκρινα, | 609.mp3 gjykoj (Folje) (e tashme gjy-koj, e kr. thj v. gjykova, | 609.mp3 судить (Глагол) (ενεστ. су-дить, αόρ. осудил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |