Αναζήτησες τη λέξη "κρίκος" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
κρίκος κρίκος (ο) (Ουσιαστικό) (κρί-κος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 608.mp3 hallkë (Emër) (hall-kë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 608.mp3 кольцо (Существительное) (коль-цо, γεν. -а, πληθ. -а) |