Αναζήτησες τη λέξη "κρέμα" στα Ελληνικά
κρέμα κρέμα (η) (Ουσιαστικό) (κρέ-μα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 605.mp3 krem (Emër) (krem, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 605.mp3 крем (Существительное) (крем, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |
Αναζήτησες τη λέξη "κρέμα" στα Ελληνικά
κρέμα κρέμα (η) (Ουσιαστικό) (κρέ-μα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 605.mp3 krem (Emër) (krem, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 605.mp3 крем (Существительное) (крем, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |