Αναζήτησες τη λέξη "κρέας" στα Ελληνικά κρέας κρέας (το) (Ουσιαστικό)(κρέ-ας, γεν. -ατος,πληθ. -ατα, γεν. -άτων)ΠαραδείγματαΧθες έφαγα μια μερίδα χοιρινό κρέας. Το πολύ κρέας δεν κάνει καλό στη διατροφή μας. Αγόρασα ένα κιλό κρέας. 604.mp3 mish(Emër)(mish, gj. -it,sh. -at, gj. -ave)ShembujDje hëngra një racion mish derri. Mishi i shumtë nuk bën mirë në të ushqyerit tonë. Bleva një kile mish. 604.mp3 мясо(Существительное)(мя-со, γεν. -а)ПримерыВчера я съел порцию свиного мяса. Большое количество мяса в рационе не приносит пользу нашему организму. Я купил килограмм мяса. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я