Αναζήτησες τη λέξη "κράνος" στα Ελληνικά κράνος κράνος (το) (Ουσιαστικό)(κρά-νος, γεν. -ους,πληθ. -η)ΠαραδείγματαΌταν ανεβαίνουμε σε μηχανάκι, φοράμε πάντα κράνος. Πού είναι το κράνος σου; 602.mp3 kaskë(Emër)(ka-skë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujKur hipin në motoçikletë gjithmonë veshin kaskën. Ku është kaska jote? 602.mp3 шлем(Существительное)(шлем, γεν. -а,πληθ. -ы, γεν. -ов)ПримерыКогда мы садимся на мотоцикл, всегда одеваем шлем. Где твой шлем? Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я