Αναζήτησες τη λέξη "κούφιος" στα Ελληνικά
κούφιος κούφιος, -α, -ο (Επίθετο) (κού-φιος, γεν. -ου, -ας, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 597.mp3 bosh, -e (Mbiemër) (bosh, -sh, -e) | 597.mp3 дуплистый, -ая, -ое (Прилагательное) (дуп-лис-тый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |