Αναζήτησες τη λέξη "κούκλα" στα Ελληνικά κούκλα κούκλα (η) (Ουσιαστικό)(κού-κλα, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΗ αδερφή μου παίζει με τις κούκλες της. Την κούκλα αυτή μου την έφερε η θεία μου. Είναι κούκλα! 584.mp3 kukull(Emër)(ku-kull)ShembujMotra ime luan me kukullat e saj. Këtë kukull ma solli tezja ime. Është kukull! 584.mp3 кукла(Существительное)(кук-ла, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыМоя сестра играет с куклами. Эту куклу мне привезла моя тётя. Да она красавица! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я